- εὐθυμετρία
- εὐθῠμετρ-ία, ἡ,A survey,
κώμης PTeb.12.6
(ii B. C.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κώμης PTeb.12.6
(ii B. C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθυμετρία — εὐθυμετρία, ἡ (Α) η εποπτεία, η επίβλεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + μετρία < μέτρον] … Dictionary of Greek
εὐθυμετρίαν — εὐθυμετρίᾱν , εὐθυμετρία survey fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek
ευθυμετρικός — εὐθυμετρικός, ή, όν (Α) [ευθυμετρία] ο ευθύγραμμος … Dictionary of Greek